Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
PERSEA — I. PERSEA arbor Aegypti peculiaris, Isidi sacra, Galen. l. 2. κατὰ τόπους, et Stabo l. 17. illuc ex Aethiopia translata est: probe distinguenda a Persica, quam e Perside in Graeciam transtulisse Perseus dicitur Nicandro, qui sic hac de re; Σκληῤ… … Hofmann J. Lexicon universale
PERSEUS — I. PERSEUS Grammaticus Philosophus, quem, in rebus Deorum Gentilium, Terentii testimoniô utentem, producit Minucius Felix in Octavio. Idem cum Lutatii Praeceptore, ut videtur, de quo hic ad Statium ita; Sed de his rebus ex libris ineffabilis… … Hofmann J. Lexicon universale
κακαγωγία — κακαγωγία, ἡ (Α) κακή αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αγωγία (< αγωγος < ἄγω), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κοιλονυχία — η παραμόρφωση τών νυχιών κατά την οποία η επιφάνειά τους καθίσταται κοίλη και η οποία είναι συχνά συγγενής ή έχει σχέση με τη υποβιταμίνωση C και με τις υπόχρωμες αναιμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ονυχ ία (< ὄνυξ). Ορθτ. θα ήταν ο τ. ωνυχ ία… … Dictionary of Greek
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κρατεραύχην — κρατεραύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό αυχένα («ἵππος κρατεραύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αὐχήν, αὐχένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek
μεσαύχην — μεσαύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος στο μέσο τού αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. κρατερ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
στεναγωγώ — έω, Α φιλοξενώ φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + αγωγῶ (< αγωγος < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγώ] … Dictionary of Greek